- συκοπέδιλος
- ὁ, Α(ως παρωδία τής ομηρικής λ. χρυσοπέδιλος με λογοπαίγνιο προς τη λ. συκοφάντης) αυτός που φορά σύκινα πέδιλα.[ΕΤΥΜΟΛ. < σῦκον + -πέδιλος (< πέδιλον), πρβλ. πτηνο-πέδιλος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συκοπέδιλε — συκοπέδιλος fig sandaled masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)